- βουτσί
- το бочка, кадка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουτσί — το (Μ βουττίον και βουττίν και βουτσίον και βουτσίν) ξύλινο βαρέλι για διατήρηση κυρίως κρασιού μσν. μέτρο χωρητικότητας πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βουτσίν < βουτσίον < *βουτίον < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι»] … Dictionary of Greek
βουτσί — το το βαρέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτσέλα — η [βουτσί] 1. μεγάλο βουτσί, βαρέλα 2. κοντή και παχιά γυναίκα … Dictionary of Greek
βουτσίνα — η [βουτσί] βουτσί, πιθάρι … Dictionary of Greek
βουτσάς — ο [βουτσί] αυτός που κατασκευάζει βουτσιά, ο βαρελοποιός … Dictionary of Greek
βυτίο — το 1. βαρέλι 2. μεταλλικό δοχείο μεγάλων διαστάσεων για εναποθήκευση ή μεταφορά υγρών καυσίμων, λυμάτων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (βλ. και βουτσί)] … Dictionary of Greek
μισοβούτσι(ν) — μισοβούτσι(ν), τὸ (Μ) μισό βουτσί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * + βουτσίν «βυτίο, βαρέλι»] … Dictionary of Greek